- ξεϋφαίνω
- ξεΰφανα, χαλνώ, ξεφτίζω, ξηλώνω ύφασμα: Όμοια τα πολύτιμα παντοτινά μαγνάδια..., που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα και χρόνια δεν τα φθείρουν (Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.